νουθετησμος

νουθετησμος
    νουθετησμός
     Men. = νουθέτησις См. νουθετησις

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "νουθετησμος" в других словарях:

  • νουθετησμός — νουθετησμός, ὁ (Μ) νουθέτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < νουθετῶ, αντί νουθέτηση, κατά τα παρ. σε ισμός από ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • νουθετησμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νουθετησμόν — νουθετησμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυρησμός — ξυρησμός, ὁ (Α) ξύρησις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρῶ + κατάλ. σμος, κατά τα ουσ. σε ισμός (< ρ. σε ίζω), πρβλ. ναυαγησμός, νουθετησμός] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»